Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

       Γιάτρισσα Ελεούσα 
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΡΥΣΟΑΙΜΑΤΟΥΣΗΣ
     Ένας νέος και μια νέα
            Η γιορτή του Άη Νικόλα
            Η προειδοποίηση
            Το σταμνί με το νερό
           Ύστερα από 37 χρόνια
ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΕΜΠΑΣ
           Όλη η ιστορία για τον Άγιο Στέφανο της Λέμπας
Ένας πατέρας διηγείται
           Ένα άλλο θαύμα του Αγίου Στεφάνου της Λέμπας
       Μιχαήλ Αρχάγγελος ο αντιφωνητής
       Το νυστέρι του Αρχάγγελου Μιχαήλ
       Διήγηση απο έναν περιηγητή
       Το αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ
        Μια λυπητερή ιστορία
        Η νεκρανάσταση
        Ο Αρχάγγελος έκαμε το θάμα του

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ

Σε εδάφιο της Αγίας γραφής αναφέρεται τόσο ο Μιχαήλ και οι άγγελοί του, όσο και ο Ιησούς και οι άγγελοί του. Αυτό υποδηλώνει ότι ο ίδιος ο Ιησούς είναι ο αρχάγγελος Μιχαήλ, δηλαδή συμπερένουμε ότι ο Μιχαήλ δεν είναι άλλος από τον Ιησού Χριστό στον ουράνιο ρόλο του.
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι ο μόνος που ονομάζεται αρχάγγελος ή άρχων, δηλαδή είναι ο πρώτος των Αγγέλων. Ο Θεός τον κάλεσε να του φέρει χώμα και νερό από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έτσι έφτιαξε τον άνθρωπο, ύστερα του εμφύσησε πνοή, αποκτώντας ζωή και πνεύμα. Και όλοι οι άγγελοι δόξασαν τον θεό και θαύμασαν τον άνθρωπο, εκτός από τον προάγγελο τον εωσφόρο ο οποίος σαν πνεύμα και φωτιά που είναι ο ίδιος, δεν μπορούσε να τιμήσει το χώμα και το νερό, έτσι γι αυτό, αυτός και όλο το τάγμα του εξέπεσε εκ του ουρανού. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ φοβούμενος μην παρασύρει μαζί του κι άλλες  στρατιές Αγγέλων, κραύγασε  -το στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου- Στην Αποκάλυψη δηλώνεται ότι ο Μιχαήλ και οι άγγελοί του πολέμησαν με το δράκοντα και τους αγγέλους του, υπονοώντας τον εωσφόρο και τους άλλους έκπτωτους. Λενε οι άνθρωποι, ότι οι Άγγελοι δεν κλαίνε. Λένε πάλι, ότι από τον μεγάλο πόνο της πτώσης των αδερφών, από τον Μιχαήλ Αρχάγγελο κύλισε ένα δάκρυ από το οποίο γεννήθηκε ένα Σεραφείμ, άλλοι λένε ένας Λύκος. Λένε ακόμη ότι και το ουρλιαχτό των λύκων στην πανσέληνο θυμίζει κάτι από τον πολύ μεγάλο του πόνο. Από τότε παρακολουθεί τον κοσμο, και με την ρομφαία του (είδος πλατιού μεγάλου και αμφίστομου σπαθιού, στενό λογχοειδές πολεμικό όπλο σε σχήμα δρεπάνης), όταν δεν αντέχει τις μεγάλες αμαρτίες, εξαπολύει σεισμούς και καταιγίδες, είναι γι αυτό που οι λύκοι πριν από μεγάλα κακά που θα συμβούν, ουρλιάζουν με λυπητερό κλάμα.
Μιχαήλ Αρχάγγελος ο Αντιφωνιτής
 Ήταν μια φορά ένας φτωχός άνθρωπος που δεν μπορούσε να ζήσει την οικογένεια του, και απεφάσισε να ξενιτευτεί ώστε να εύρη δουλειά να θρέψη την οικογένεια του. Πήγε σε ένα τοκογλύφο και ζήτησε δανεικά τα οποία έδωσε στην οικογένεια του για να περάσει μέχρι αυτός να μπορέσει να μαζέψει χρήματα. Όταν ύστερα από καιρό ο φτωχός άνθρωπος κατάφερε να μαζέψει το ποσό του χρέους, τα έστειλε στον δανειστή του, αλλά αυτός απέκρυψε την εξόφληση από την γυναίκα του φτωχού. Πέρασαν μερικά χρόνια και ο φτωχός οικογενειάρχης επέστρεψε στο χωριο του. Βλέποντας ότι ο τοκογλύφος υποστήριζε ότι δεν έλαβε ποτέ τα χρήματα, του ζήτησε να πάνε μπροστά από την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και να τον ρωτήσουν αν τα πήρε ή όχι. Στην ερώτηση που του έκαναν, ο Αρχάγγελος αντιφωνώντας είπε ότι πράγματι ο τοκογλύφος πήρε πίσω τα χρήματα του. Όσοι ήταν παρόντες αποθαύμασαν και ανεφώνησαν έκπληκτοι,  «Ο Αρχάγγελος αντιφώνησε». 'Έτσι λοιπόν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ονομάστηκε και Αντιφωνιτής.

Το νυστέρι του Αρχάγγελου Μιχαήλ
Στο νησι της Λεσβου στα πρωτα χρονια του Βυζαντίου υπηρχε μια αρχαια πολη ο Σένεκας, και εκει κοντα είναι ένα μοναστήρι των Ταξιαρχών, πού ή ίδρυση του χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ήταν οχυρωμένο σαν κάστρο, και κανείς δεν μπορούσε να το πατήσει. Κάποια χρονιά ένας άγριος πειρατής αποφάσισε πως ήθελε οπωσδήποτε να το λεηλατήσει, να πάρουν οι ναύτες τους θησαυρούς, αυτός ήθελε μονο το Άγιο Δισκοπότηρο να πίνει το κρασί του, γιατί ήταν φημισμένο για την περίτεχνη τέχνη και ομορφιά που είχε. Έτσι μπήκαν πρώτα στην πόλη οι Σαρακηνοί, και ύστερα ανηφόρισαν στο μοναστήρι. Κατάφεραν μπήκαν μέσα, έσφαξαν τους καλόγερους, λεηλάτησαν τα ιερά και όσια, ήσαν έτοιμοι να φύγουν, ώσπου βλέπουν πανω στο καμπαναριό να κρύβεται ένα καλογεράκι. Αρχίνησαν να τον περιπαίζουν, ήθελαν να τον φοβίσουν και ύστερα να τον σκοτώσουν… Εκεί που ήσαν έτοιμοι να το κάμουν, άνοιξε ο θόλος της εκκλησιάς, φάνηκε ο ουρανός, άνοιξε κι αυτός, και εφάνη ο Αρχάγγελος Μιχαήλ με το σπαθί του, και κραδαίνοντας το όρμησε στους αλλόθρησκους. Έμεινε το καλογεράκι άφωνο και εκστασιασμένο να παρακολουθεί, σε λίγο κείτονταν όλοι στη γη με το κορμί χωρισμένο στα δύο, από το κεφάλι ισα με τα σκέλια ως τα αρνιά που τα κόβει στα δυό ο χασάπης, και πανω σ αυτά έστεκε ο Άρχοντας με την ρομφαία στο χέρι.
Αφού συνήρθε από το μεγάλο θαύμα, το καλογεράκι παρακάλεσε τον Αρχάγγελο να τον αφήσει να ζωγραφίσει την άγια του μορφή. Ο Άγιος δέχτηκε, και ο καλόγερος χωρίς να έχει ξανά ζωγραφίσει στη ζωή του, πήρε αίμα από τους σκοτωμένους καλόγερους  και σχεδίασε την μορφή του σε τέλεια απόδοση, και με αποτελεσμα πρωτοφάνερο έφτιαξε την εικόνα του, υπάρχει δε αυτή μέχρι σήμερα στο εικονοστάσι του μοναστηριού και είναι θαυματουργή.
Είναι μια πραγματική ιστορία που συνέβη, είναι γραμμένη σε πολλά βιβλία. Είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο ότι ο Αρχάγγελος με το σπαθί σαν άλλος Ιησούς Χριστός κάνει αμέτρητα θαύματα, ή ακόμη τιμωρεί εάν αυτό χρειαστεί.
Πρόσφατα στην Χλώρακα μια γυναίκα ονομαστικά, μου κατέθεσε την Θεϊκή παρέμβαση του Αρχάγγελου στη ζωή της όταν είχε παρουσιαστεί όγκος στο κορμί της και χρειαζόταν εγχείρηση. Μου ανέφερε ότι πήγε να προσευχηθεί στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Χλώρακα,  και μέσα στην θρησκευτική κατάνυξη, της ήρθε θεόσταλτη ιδέα να πάει για προσκύνημα στο μοναστήρι των Ταξιαρχών στο Σένεκα της Λέσβου. Σαλπάρισε με ένα πλοίο, πήγε εκεί, και παρακάλεσε τον Αρχάγγελο κλαίγοντας  να αφαιρέσει με το σπαθί του τον όγκο που είχε στο κορμί της. Στις εξετάσεις που έκανε ύστερα,  ο όγκος είχε εξαφανιστεί σαν που τον είχαν κόψει με μαχαίρι, είπαν οι γιατροί. Η θεραπευμένη γυναίκα εξηγεί το φαινόμενο στην τέχνη που έχει ο Αρχάγγελος να χειρίζεται το σπαθί εκτός από πολεμικό εργαλείο για να σκοτώνει τους εχθρούς της πίστης, και σαν νυστέρι στα χέρια επιδέξιου γιατρού.
Λέγει ότι ακόμη εκεί που πήγε έμαθε ότι όταν κάποιος αδυνατεί να επισκεφτεί τη Μονή, μπορεί από οποιοδήποτε μέρος χώρας ή ωκεανού, ή από λιμάνι ή από πλοίο που βρίσκεται στα ανοιχτά, να πετάξει μπουκάλι στη θάλασσα με μια ευχή γραμμενη σε χαρτί, και αυτό θα καταλήξει στις ακτές του νησιού, οι κάτοικοι θα το περιμαζέψουν, και θα πάρουν το τάμα στην εικόνα του Αγίου. Είδε τα τάματα η ιδία με τα μάτια της, έτσι γι αυτό λέει σε όλους, αν με πραγματική πίστη προσευχηθούν και στείλουν τάμα ή ευχή, το θαύμα ισως γίνει.

Διήγηση από έναν περιηγητή:
Στην Πρέβεζα όπου υπηρετούσα το 1947 η μονάδα μου ήταν κοντά στη θάλασσα, πήγα μια ημέρα με ένα φίλο μου να κάνουμε μπάνιο. Πήραμε μια βάρκα, ανοιχτήκαμε βαθιά, φουντάραμε την άγκυρα και κάναμε ηλιοθεραπεία.
Κάποια στιγμή ο φίλος μου ήθελε να κολυμπήσει, όταν έπεσε δεν ήξερε καλά κολύμπι και ζήτησε βοήθεια, εγώ νέος και καλός κολυμβητής δεν πήγα με τη βάρκα, αλλά έπεσα να τον βγάλω μη γνωρίζοντας ότι σ’ αυτό το σημείο έκανε ρεύμα. Προσπαθώντας να φτάσω τη βάρκα, μας έπαιρνε το ρεύμα στην αντίθετη κατεύθυνση. Κάποια στιγμή, 200 μέτρα από τη βάρκα, οι δυνάμεις μας εγκατέλειπαν, ο φίλος μου δεν με άφηνε, αρχίσαμε να βουλιάζουμε, σκέφτηκα να μην πνιγούμε και οι δύο και τον ρώτησα αν μ’ αφήνει να φύγω και να φέρω τη βάρκα, μη γνωρίζοντας τον κίνδυνο με άφησε (δεν είχε επίγνωση του κινδύνου), προσπάθησα να πλησιάσω τη βάρκα αλλά ήταν αδύνατον, η απόσταση ήταν μεγάλη και οι δυνάμεις λίγες, με τη σκέψη ότι ο φίλος μου πνίγεται οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν, έκανα τον σταυρό μου φωνάζοντας το όνομα του Μιχαήλ Αρχάγγελου.
- Άγιε μου Αρχάγγελε! Σώσε με! άφησα το φίλο μου να πνιγεί.
Αυτή τη στιγμή νιώθω ένα χέρι να μ’ αρπάζει και να με ρίχνει μέσα στη βάρκα στην οποία ήταν ήδη μέσα ο φίλος μου. Λιποθύμησα και μέχρι σήμερα δεν γνωρίζω πώς σώθηκα. Το αποδίδω σε θαύμα του Μεγάλου Αγίου που δεν με εγκατέλειψε ποτέ.
Έτσι κάθε φορά όπου και αν βρίσκομαι, επισκέπτομαι και προσκυνώ τις εκκλησιές του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Είμαι Αρχαιολόγος, επισκέφτηκα την Κύπρο και κατέληξα στην Πάφο που είχε φήμη ότι είχε πολλές αρχαιότητες, σε μια μου περιήγηση, επισκέφτηκα το παρεκκλήσι του Μιχαήλ Αρχάγγελου στη Χλώρακα. 
Το Εκκλησάκι ήταν μικρό, γραφικό και κάτασπρο, όμως όσες φορές περνούσα από μπροστά κάθε μέρα το έβρίσκα κλειστό. Οι μέρες περνούσαν και την Κυριακή που ήταν η εορτή της ανάμνησης του  «εν Χώναις θαύματος» του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, θα ερχόταν πίστευα ο ιερέας να λειτουργήσει. Όμως το εκκλησάκι παρέμεινε κλειστό αυτή την Κυριακή. Δεν είχα πια ελπίδα ότι θα προσκυνούσα την εικόνα του Αρχαγγέλου στο εκκλησάκι του και είχα παράπονο.
Την επόμενη μέρα το απόγευμα, λίγο προτού δύσει ο ήλιος, ένοιωσα την παρόρμηση να πάω πάλι μια βόλτα στο εκκλησάκι, μήπως το βρώ ανοικτό.
Πραγματικά είδα από μακριά την πόρτα ανοικτή και βρήκα μέσα μια γυναίκα που θύμιαζε και έναν άντρα που διάβαζε την Παράκληση στον Αρχάγγελο. Φίλησα την εικόνα του Άρχοντα Μιχαήλ και όταν τελείωσε η Παράκληση, άρχισε η γυναίκα να μου διηγείται την ιστορία της εικόνας.
Η εικόνα λοιπόν αυτή ανήκε σε κάποιον πλουσιο βοσκό και την είχε παραγγείλει στο Άγιο Όρος για να την τοποθετήσει στο σπίτι του. Όταν πούλησε το σπίτι δεν του την έδιναν πίσω οι νέοι ιδιοκτήτες. Οπότε ο Αρχάγγελος παρουσιάστηκε στους νέους ιδιοκτήτες και τους ζήτησε να πάνε την εικόνα στο χωριό διότι όταν ο παλιός ιδιοκτήτης ήταν νέος, σώθηκε από βέβαιο πνιγμό με την επίκληση του Άρχοντα Μιχαήλ. Οι νέοι ιδιοκτήτες την έδωσαν πίσω, και ο βοσκός την τοποθέτησε στο εικονοστάσι, όπου ευρίσκεται από πολλά χρόνια

Μιχαήλ Αρχάγγελος (28/3/2011)
Ήταν αγουροξυπνημένος και κατσούφης, είχε μέσα του μια ανησυχία και ένα φόβο ότι κάτι θα συνέβαινε. Ήταν στην Αθήνα για δουλειές, ύστερα από μια κουραστική ημέρα και από ένα μακρύ νυχτερινό ύπνο κοντά στο μεσημέρι χτύπησε το τηλέφωνο του.
Σκέφτηκε να μην απαντήσει, είχε ένα προαίσθημα σαν το ένστικτο του να τούλεγε κάτι κακό θα συνέβαινε. Είχε μια νευρικότητα, μια αδυναμία τον κυρίευσε και αισθανόταν το μυαλό του μαγκωμένο, νόμιζε ήταν από τη κούραση. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι αυτή την ανησυχία την είχε ξανανιώσει στο παρελθόν, έτσι περίμενε να έβγαινε αληθινή, ήξερε θα έρχονταν κακά μαντάτα.
Άνοιξε το τηλέφωνο και έμαθε τα κακά νέα. Η κόρη του είχε ατύχημα και έπρεπε να τρέξει, η κατάσταση της ήταν κρίσιμη. Έπεσε από τη σκάλα και χτύπησε στο κεφάλι. Καθώς ανέβαινε την ξύλινη σκάλα του σπιτιού κρατώντας στα χέρια της ένα φλιτζάνι με καυτό τσάι το οποίο κάποια στιγμή χύθηκε και από τον φόβο της να μην πέσει πάνω της και καεί, έκανε μια αδέξια κίνηση και έχασε την ισορροπία της. Κατρακυλώντας έπεσε κάτω χτυπώντας πολύ δυνατά στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Γεμάτος ανησυχία και φόβο ανέβηκε σ ένα αεροπλάνο να γυρισει πισω. Ύστερα από ένα ταξίδι όλο αγωνία που κόντευε να τον τρελάνει, έφτασε στο αεροδρόμιο, πήρε το αυτοκίνητο του και έτρεξε στο Νοσοκομείο. Εκεί βρήκε όλη την οικογένεια, έτρεξαν κοντά του και τον ενημέρωσαν. Οι γιατροί τους πληροφόρησαν ότι ήταν τόσο σοβαρή η κατάσταση, πού δεν άφηνε καμιά ελπίδα, παρά μόνο αν αποφάσιζε άλλως πως ο Θεός.
Σε μια στιγμή ο άτυχος πατέρας βλέπει τον γιατρό να βγαίνει, ήταν γνωστός του και έτρεξε κοντά του. Αυτός άρχισε να του εξηγεί με επιστημονικούς όρους ότι η κατάσταση ήταν πάρα πολύ κρίσιμη, οπότε τον διακόπτει και τον ερωτά,
- Δηλαδή, τελειώνει;
Ο γιατρός δεν απάντησε, κούνησε απλώς καταφατικά το κεφάλι του. Έμεινε σαν χαμένος, έβλεπε τη μάνα να οδύρεται και να σπαράζει, άκουε τους άλλους και αυτοί να κλαίνε σαν χορός σε αρχαία τραγωδία, ένιωθε να μην υπάρχει πάτωμα στα πόδια του και το νου του να μην μπορεί να σκεφτεί.
Τότε αισθάνθηκε μία φωνή μέσα του:
-Προσευχήσου, προσευχήσου.
Τί προσευχή να κάνει; Δεν ήξερε. Δεν είχε σχέση με την Εκκλησία. Αλλά η φωνή συνέχιζε να τον παρακινεί 
-Προσευχήσου, προσευχήσου.
Προχώρησε και βγήκε στο μπαλκόνι μέσα στο σκοτάδι της νύχτας που άρχισε να πέφτει, και ασυναίσθητα άρχισε να παρακαλεί και να λέει λόγια που δεν θυμόταν ύστερα, αλλά που ήταν λόγια προσευχής για να γιάνει το παιδί του…
…Και εγινε το θαύμα. Ένιωσε μέσα του ο Θεός να τον πληρώνει με το Άγιο Πνεύμα του, ένιωσε να είναι κάπου αλλού όπου δεν υπήρχε ούτε χρόνος, ούτε χώρος. Γύρισε το βλέμμα του στα πέρατα του σκοταδιού σίγουρος ότι θα αντίκριζε το πρόσωπο του Θεού, και βλέπει μια λάμψη στο βάθος του ουρανού και ένιωσε να τον χτυπά στα μάτια ένα εκτυφλωτικό φώς που τον πονούσε και παρακαλούσε μέσα του να σβήσει. Ύστερα σιγά σιγά το εκτυφλωτικό φώς απομακρύνθηκε και στη θέση του φάνηκε μια οπτασία να στέκει στον αέρα, και να περπατά προς το μέρος του. Ταυτόχρονα ένιωσε μια αύρα να έρχεται από τα αντίπερα βουνά, και σαν γλυκιά ζεστασιά να τον λούζει και να τον προσπερνά…
Όταν συνήρθε  θυμόταν ξεκάθαρα την γλυκεία μορφή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ –ήταν η μορφή ολόιδια με την εικόνα του Αγίου στο παρεκκλήσι της γειτονιάς του-, θυμόταν ότι του είχε μιλήσει εσωτερικά με τη σκέψη, αλλά χωρίς λόγια, και αισθανόταν να έχει κυριευτεί με ηρεμία, δεν φοβόταν για το παιδί του, ήξερε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Ένιωσε την αύρα που τον προσπερνούσε να φεύγει προς το μεριά που ήταν το παιδί του και ήξερε ότι ήταν η πνοή του Αρχάγγελου που θα θεράπευε τη μονάκριβη του κόρη.
Γύρισε πίσω στο διάδρομο που ήταν οι άλλοι συγγενείς και τους είπε να σταματήσουν να κλαίνε γιατί ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έκαμε το θαύμα του, τον επισκέφτηκε και έφερε πίσω τη ζωή της μικρής του κόρης και τώρα ήταν καλά. Τους κάλεσε, και όλοι μαζί μπήκαν στο δωμάτιο της και την βρήκαν να κάθεται στο κρεβάτι ολο υγεία και ζωντάνια.

Το Αγίασμα του Αρχάγγελου και η σπηλιά του Δράκου
Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς στο βιβλιο του «Εξήγησις τής γλυκείας χώρας Κύπρου», ή « Κρόνακα τουτέστιν Χρονικόν», γραφει: O μέγας Κωνσταντίνος μετά το βαπτιστήναι είδεν, ότι η δική μας χώρα η Κύπρος έμεινεν χωρίς τινάν χρόνους 36, διατί εγίνην πείνα μεγάλη απού αβροχίαν, και ούλη η σπορά εχάθηκεν και η πείνα εγίνη μεγάλη, και ούλα τα νερά των βρύσων εξεράναν, και επηγαίνναν οι ανθρώποι απού τόπον εις τόπον με τα κτηνά τους να εύρουν νερόν, να ζήσουν και τα κτηνά τους και ούλα εστεγνώσαν και λάκκοι και βρύσες, και αφήκαν την πανθαύμαστην Κύπρον και επεράσαν ωδά και εκειά όπου πασαείς ηύρεν ανάπαυσιν και το νησσίν έμεινεν χωρίς τινάν χρόνους 36.  
Οι τοπικοί θρύλοι και δοξασίες δεν αναφέρουν σχεδόν τίποτε για τη σπηλιά του δράκου, αλλά όσοι είναι μεγάλοι σε ηλικία θα την ενθυμούνται με το τοπωνύμιο Αγίασμα του Αρχαγγέλου. Λένε πως πήρε το όνομά της από ένα δράκο που ζούσε βαθιά μέσα στη σπηλιά, άγρυπνος φρουρός ενός αμύθητου θησαυρού. Η Σπηλιά του Δράκου βρισκόταν στο χαμήλωμα μετά το εκκλησάκι του Αρχάγγελου Μιχαήλ προς τη μερια του Νότου. Είχε υπόγεια λαγούμια που χάνονταν στα βάθη της γης, και το νερό ανέβλυζε αστείρευτο και πότιζε όλο τον κάμπο μέχρι τη θάλασσα.
Πριν πολλούς αιώνες στη Κύπρο είχε συμβεί μεγάλη πείνα εξαιτίας παρατεταμένης ανομβρίας που κατέστρεψε όλη τη σπορά. Και η πείνα ήταν μεγάλη, όλα τα νερά των πηγών σταμάτησαν, κι οι άνθρωποι εμετακινούντο από τόπο σε τόπο μαζί με τα ζώα τους για να βρουν νερό και να ζήσουν. Κι όλα είχαν στεγνώσει και πηγάδια και πηγές, και  οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τους τόπους τους και έφευγαν προς τα εκεί και προς τα εδώ, για να αγοράσουν λίγα τεράτσια ως τροφή για τα ζώα αλλά και για τους ίδιους, όμως και αυτά δεν αρκούσαν, έτσι που οι άνθρωποι έκαναν επιδρομές κατά αλλήλων, δηλαδή οι μεν στρέφονταν εναντίον των δε.
Σε κάποιο μέρος της περιοχής της Πάφου ζούσε ένας άνθρωπος που όλοι του είχαν εκτίμηση για την καλοσύνη και τη μόρφωση του, και πολλοι πίστευαν ότι είχε επιφώτηση από το Θεό. Μια ημέρα παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και του είπε να καλέσει τους ανθρώπους, και όποιοι τον ακολουθήσουν θα τους έπαιρνε σε τόπους χλοερούς με αστείρευτο νερό ώστε να ζήσουν καλύτερα. Έτσι έκαμε ο Άγιος άνθρωπος, ακολούθησε τον Αρχάγγελο και με τους ανθρώπους έφτασαν στην περιοχή της Χλώρακας. Μέσα σε μια λαξιά είδαν να τρέχει λίγο νερό, έσκαψαν και άνοιξαν μια σπηλιά όπου μέσα βρήκαν υπόγεια λαγούμια με αστείρευτο νερό που έτρεχε και χανόταν στα έγκατα της γης. Οδήγησαν το νερό προς τα έξω και πότισαν τη γη, και φύτεψαν όλο τον κάμπο μέχρι τη θάλασσα, έσπειραν, θέρισαν, αλώνισαν, μάζεψαν τις σοδειές, είχαν να φάνε και να πιούν. Έφτιαξαν ένα συνοικισμό με αρχηγό τον Άγιο άνθρωπο που τους καθοδηγούσε, ήσαν όλοι αγαπημένοι αναμεταξύ τους και όλοι περνούσαν καλύτερα από πριν…
Τα χρόνια περνούσαν και η ανομβρία συνεχιζόταν. Ο πληθυσμός σε όλη την Κύπρο εξόν από το συνοικισμό στη Χλώρακα, υπέφερε αφού διψούσε και πεινούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Κύπρο καταφεύγοντας στις γειτονικές χώρες. Οι άλλοι που έμειναν μετανάστευαν από τόπο σε τόπο διαβιώντας με πολλη δυσκολία. Ο ένας σκότωνε τον άλλο, οι αδύνατοι κρύβονταν από τους δυνατούς, είχε καταντήσει ο τόπος να κατοικείται από άναρχους και ληστές. Ήταν μια παρατεταμένη ανομβρία που κράτησε πολλά χρόνια, όλοι οι τόποι ξεράθηκαν και ερήμωσαν.
Στο καταπράσινο συνοικισμό κανείς δεν ένιωθε δίψα ή πείνα, το νερό ήταν αρκετό και οι φυτείες παραγωγικές. Οι άνθρωποι έκτισαν σπίτια με αυλές και λουλούδια, δημιούργησαν νόμους, έκτισαν εκκλησία και ο παπάς ο Άγιος Άνθρωπος, επίλυε όποια προβλήματα υπήρχαν κατά καιρούς ανάμεσα των πολιτών…
Τα καλά πράγματα όμως διαρκούνε λίγο λέγεται, έτσι εσυναίβει το ίδιο, άναρχοι ληστές που στο πέρασμα τους κατέφευγαν σε κλεψιές, αρπαγές, αιματοχυσίες και άδικους φόνους, και πολλά χωριά τα άφηναν ερείπια παραδίδοντάς τα στις φλόγες αφού πρώτα λεηλατούσαν τους κατοίκους και τους έδιωχναν ή τους σκότωναν αφήνοντας παντού ερήμωση, έτσι και σε αυτό το πέρασμα τους, σκότωσαν και λήστεψαν όλους τους κατοίκους του μικρού συνοικισμού. Βίασαν τις γυναίκες, έσφαξαν τα παιδιά και κρέμασαν τον παπά σε μια μεγάλη τρεμιθιά. Αφου μάζεψαν το πλιάτσικο σε ένα γουνάρι και αφου γιόρτασαν την επιτυχία τους, αποφάσισαν και κατοίκισαν οι ιδιοι τον συνοικισμό, διοτι σκέφτηκαν ότι ο κάμπος ήταν εύφορος και το νερό αστείρευτο… 
Απο τη φρίκη της σφαγής γλίτωσε μια κόρη με τον μικρότερο αδελφό της που κρύφτηκαν μέσα σε ένα θάμνο και φοβισμένοι παρακολουθούσαν τις επαίσχυντες πράξεις των ληστών. Περίμεναν τη νύχτα, και όταν οι ληστές άναψαν φωτιές και κάθισαν γυρω πίνοντας και διασκεδάζοντας την επιτυχία τους, έφυγαν κρυφά και κατέφυγαν στα βουνά της Τάλας όπου και κρύφτηκαν. Σαν τις άγριες αλεπούδες κατοίκησαν μέσα σε άβατα βάτα και σπηλιές, και με εξορμήσεις σε μάντρες και περβόλια, έκλεβαν τροφή και άλλα χρειαζούμενα έτσι που να μην πεθάνουν από τη πείνα…
Τα χρόνια πέρασαν, ο μικρός μεγάλωσε και εγινε ένας σπουδαίος ξακουστός ληστής, είχε μάθει την τέχνη από μικρός με το δυσκολο τρόπο. Στις επιδρομές του καμιά φορά δεν σκότωνε, έκλεβε μονο από πλούσιους, και πολλές φορές βοηθούσε τους φτωχούς.
Ποτέ του δεν ξέχασε τους άτιμους ληστές που σκότωσαν με απάνθρωπο τρόπο τους δικούς του ανθρώπους. Το είχε σκοπό να εκδικηθεί, αλλά περίμενε να έρθει ο καιρός, και όταν η ήρθε, κατέβηκε στη χαμηλή περιοχή, κρύφτηκε σε σπηλιές και στήνοντας καραούλι σκότωσε ένα ένα όλους τους κατοίκους του καταπράσινου συνοικισμού. Δεν άφησε κανένα ζωντανό. Ήταν μια σφαγή χωρίς όρια που άφησε κατάπληκτο όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό, γιατί εγίνηκε με άγριο τρόπο και πολύ μίσος, χωρίς λύπηση για γυναίκες νεαρές, ή έγκυες ή γριές, ούτε για μικρά παιδία, ή ανήμπορους και ανυπεράσπιστους γέρους. Ύστερα ανατίναξε με δυναμίτη τη σπηλιά απ όπου έτρεχε το νερό, το νερό σταμάτησε να τρέχει, και ο κάμπος ξέρανε και έγινε οπως παλιά, μια έρημη περιοχή.
Η σφαγή ήταν μεγάλη και το μακελειό τόσο, που ο κόσμος έφτιαξε ιστορίες και θρύλους, έλεγαν για κρυμμένους θησαυρούς μέσα στη σπηλιά που χάλασε, και για ένα δράκο που κατοικούσε εκεί, εννοώντας ίσως τον φοβερό ληστή που έσφαξε όλους τους κατοίκους.
Ύστερα από πολλά χρόνια άρχισε να αναβλύζει λίγο νερό, είπαν ήταν Αγίασμα, ήταν αρκετό όμως για να ποτίζονται λίγα περβόλια που ήταν δίπλα. Βλάστησαν πολλές βελανιδιές και δρύες, ενώ πολλοι κάτοικοι ενώ όργωναν βρήκαν αρχαίους τάφους που είχαν μέσα πλούσια ευρήματα, σημάδι της μεγάλης ακμής που είχαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του νερού ήταν ο Αγαθοκλής Μαρτέζος. Η περιοχή αγοράστηκε από πλούσιους επιχειρηματίες και στη δεκαετία του 1990 κτίστηκε με διαμερίσματα, αφου πρώτα διοχέτευσαν το τρεξιμιό νερό πίσω στη γη όπου και χάθηκε προς το παρών…

Μια λυπητερή Ιστορία
Ο Άη Νικόλας ήταν για τις ψυχές πρώτα, να τις παίρνει. Αλλά ο Άη Νικόλας πονούσε να τις παίρνει και ο Θεός έβαλε τον Αρχάγγελο Μιχάλη. Είχανε στείλει τον Άη Νικόλα να πάρει τη ψυχή ενός νέου. Εκείνος όμως εσυμπονούσε και πήρε τη ψυχή μοιανού γερόντου αντί του νέου. Γι αυτό ο Θεός τον έβγαλε από τη θέση και έβαλε το Μιχαήλ που ήτανε πιο σκληρός.
Μια ιστορία λέει ότι σε ενα μέρος, στον «Καπυρό», τις τελευταίες μέρες του Ιούλη και τις πρώτες του Αυγούστου όταν υπάρχει άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα, σκιές με μορφή ανθρώπων εμφανίζονται με την ανατολή του ήλιου να προχωρούν και να  χάνονται στη θάλασσα. Ο «Καπυρός» είναι ένας τόπος που περιβάλλεται στα βορειανατολικά από ψηλούς πέτρινους γκρεμούς, λίγο ψηλότερα από τη θάλασσα της Χλώρακας. Κατά το γέρμα του ήλιου που οι αχτίνες του χτυπούν ολόισια τη περιοχή, οι θερμοκρασίες είναι πολύ μεγάλες και ο τόπος ζεστός όπως να υπάρχει αναμμένη πυρά, είναι γι αυτό και η ονομασία «Καπυρός». Μέσα σε όλη τη ξεραΐλα υπάρχει λαγούμι που τρέχει νερό από τα αρχαία χρόνια, παλιά σχημάτιζε μια λίμνη με πυκνή βλάστηση γύρω, και έλεγαν ότι εκεί ζούσαν Ζώθκια και Ανεράδες.
Τα χρόνια της Οθωμανοκρατίας οι Τούρκοι καταπίεζαν άγρια τους κατοίκους σε σημείο που οι περισσότεροι Έλληνες μετατράπηκαν δουλοπάροικοι τους. Η φτώχεια ήταν πολύ μεγαλη, ώστε πολλοι άνδρες που είχαν όμορφες γυναίκες έκαναν πως δεν καταλάβαιναν όταν οι Τούρκοι τις καλούσαν για δουλειά. Πολλές επίσης γυναίκες δεν αρνούνταν κάποιες επισκέψεις Τούρκων στα σπίτια τους. Όλα συνέβαιναν με σιωπή ανοχής και οι άνδρες χωρίς τιμή πλέον, χωρίς να ψηλώνουν το κεφάλι, έμεναν σιωπηλοί.
Ήταν δυο αδερφές με τον μικρότερο εδερφό τους που έμεναν σε μια κάμαρη, και δυο άτιμοι Τούρκοι τις επισκέπτονταν επιδεικτικά όποτε γούσταραν εκθέτοντας τες σ όλη την κοινωνία χωρίς να νοιάζονται. Ο μικρότερος αδερφός δεν μπορούσε να αντιδράσει, κανείς δεν τον βοηθούσε να σταθεί εμπόδιο τους και να προστατέψει τις αδερφές του. Ώσο περνούσε ο καιρός τον έτρωγε το άχτι, δεν μπορούσε άλλο να αντέξει το ρεζίλεμα, χτίκιασε, αποφάσισε πήγε στον «Καπυρό» και κρεμάστηκε σ ένα δένδρο.
Τα νέα ταξίδεψαν σαν αστραπή, πήγαν μακριά, άκουσε τα κακά μαντάτα ο Κωνσταντάς που ζούσε μακριά στα ξένα και ήταν θείος του μικρού παιδιού , ήταν αδερφός της μάνας του. Ήταν παλικαράς ανίκητος, χωρίς φόβο στην καρδιά, ούτε οι Τούρκοι δεν τα έβαζαν μαζί του. Του κόλλησαν το όνομα Κωσταντάς γιατί έμοιαζε με το Ρήγα Διγενή Κωσταντά, ήταν ανδρείος σαν και αυτόν. Σαν τόμαθε λοιπόν θυμώθηκε, καβαλίκεψε το άλογο του και κίνησε να επιστρέψει να πάρει εκδίκηση και να τιμωρήσει τους αίτιους του κακού, έτσι όπως άρμοζε να κάμει.
Το έμαθαν τα Τουρκιά, πολύ φοβήθηκαν, αποφάσισαν να στήσουν ενέδρα και να σκοτώσουν δόλια τον παλικαρά. Κρύφτηκαν στο «Καπυρό» και όταν περνούσε ο Κωσταντάς μπαμ, τον πυροβόλησαν ταυτόχρονα, και με δυο σφαίρες στο κεφάλι έπεσε νεκρός. Χαρούμενοι για την εύκολη νίκη τους, με περισσό θράσος πήγαν στο χωριό, είπαν τα μαντάτα και διέταξαν να μην τον θάψει κανένας, να τον αφήσουν να τον φάνε οι σκύλοι και τα άγρια θηρία.
Έτσι λοιπόν άδοξα τέλειωσε η ιστορία του Κωνσταντή με τέλος τραγικό που δεν άρμοζε για τη μεγαλη του φήμη, και χειρότερα απ όλα τον άφησαν άταφο όπως ένα σκύλο, όπως ένα ψοφίμι. Έμεινε άταφος για πολλές μέρες, ώσπου ο Αρχαγγελος Μιχαήλ δεν άντεξε το άδικο, φύσηξε δυνατό άνεμο κι έφερε την άμμο από την παραλία και τον σκέπασε.
Πολλές φορές στα μέσα του καλοκαιριού, μες το χάραμα του φού και στην ανατολή του ήλιου, πολλοί ισχυρίζονται ότι έχουν δει σκιές να περιφέρονται, κάποιοι λένε ότι πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων ανάμεσα των φυλλωμάτων και της νοτιάς. Πολλοί που τις παρατήρησαν είπαν ότι είναι ζώθκια, δηλαδή ξωτικά που περιφέρονται ανήσυχα. Οι κάτοικοι έφτιαξαν θρύλους και ιστορίες, άλλοι είπαν είναι αληθινοί, ενώ άλλοι τους αμφισβητούν. Κάποιοι λενε είναι οι ψυχές του μικρού αδερφού και του παλλικαρα Κωσταντά που δεν βρίσκουν αναπαμό και περιφέρονται στον τόπο που άφησαν την πνοή τους γυρεύοντας εκδίκηση.

Η νεκρανάσταση
Για τον Μιχάλη ή Χάρο, λένε πως είναι κουφός και δεν ακούει κλάματα και θρήνους. Η  παράδοση λέει πως κάποτε ο Θεός τον έστειλε να πάρει την ψυχή μιας ετοιμοθάνατης πολυμελίτισσας μάνας. Ο Χάρος πήγε ως εκεί, αλλά ακούγοντας τα κλάματα των μικρών παιδιών της τα λυπήθηκε και γύρισε στο Θεό, χωρίς την ψυχή της άρρωστης μάνας. Ο Θεός τον ξανάστειλε κι αυτός ξαναγύρισε πάλι με τα χέρια άδεια. Τότε ο Θεός όταν είδε κι αυτή τη φορά να παραβιάζει την εντολή του, τον χτύπησε στ' αυτιά κι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος ή Χάρος έχασε αμέσως την ακοή του. Κι από τότε δεν λυπάται κανέναν γιατί δεν ακούει. Έτσι παίρνει ασυγκίνητος τις ψυχές και τις πάει στον Άναρχο.
Την ιστορία αυτή μου την έλεγε η στετέ μου όταν ήμουν μικρός, ως θρύλο που και αυτή την ήξερε από τη δική της στετέ. Στις αρχές του 19ου αιώνα πέθανε μια νέα κοπέλα μοναχοκόρη που την έλεγαν Στασού. Ήταν μόλις 17 χρονών και από φτωχή οικογένεια. Στα καλά του καθουμένου σαν μαγείρευε για τον κύρη και την μάνα της που ήρθαν κουρασμένοι από τα χωράφια, ξαφνικά έπεσε κάτω πεθαμένη.
Οι γονιοί και οι συγγενείς μαράζωσαν και έκλαιγαν πολύ και η μάνα παρακαλούσε τον Άη Νικόλα τον γείτονα της να της την φέρει πίσω και στη θέση της άς έπαιρνε μια άλλη, άς έπαιρνε αυτήν.
Την άλλη μέρα αφού την έπλυναν με ανθόνερο της κιτρομηλιάς, της φόρεσαν την καλή της άσπρη φορεσιά και στολισμένη σαν τη νύφη την έβαλαν στο άσπρο σεντούκι ενώ το κλάμα σπαραχτικό ολονών ακουγόταν ως την κάτω γειτονιά.
Ύστερα την πήραν στην εκκλησιά και της έκαμαν την κηδεία. Η χαροκαμένη μάνα όταν έσκυψε για τον τελευταίον ασπασμό, και ενώ σκυφτή από πάνω της την αγκάλιαζε τη φιλούσε και την έκλαιγε, η πεθαμένη κόρη άνοιξε τα μάτια της σαν να μην είχε πεθάνει, αλλά σαν να κοιμόταν.
Ήταν ένα μεγάλο θάμα που έκαμε ο Άη Νικόλας σκέφτηκε η μάνα, και χαρούμενη μαζί με τους άλλους, κλαίγανε από χαρά, και δοξάζαν τον Θεό για το θαύμα που είχε κάμει. Κι ενώ όλοι ήσαν μες την χαρά, η νεκραναστημένη κοπέλα τους σταμάτησε και τους είπε να μην χαίρονται. Τους είπε ότι είχε πάει σε ένα μέρος πολύ όμορφο όπου της άρεσε, και ήταν πολύ ωραία και καθόλου δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Έμεινε λίγο διάστημα με έναν άγγελο τον Μιχαήλ Αρχάγγελο, ώσπου ξαφνικά άκουσε μια φωνή θυμωμένη να λέει του αγγέλου που την συνόδευε ότι δεν άκουσε καλά, δεν ήταν αυτή την Στασού που εννοούσε, αλλά την άλλη, στην κάτω γειτονιά.
Σε λίγο έμαθαν ότι μια άλλη κοπέλα που την έλεγαν και αυτή Στασου, στην κάτω γειτονιά, πέθανε ξαφνικά.

Ο Αρχάγγελος έκαμε το θαύμα του
Ο Χ΄ Τσιυρκακός Σιαμμάς παντρεύτηκε την Μαρίκα και όταν αυτή απεβίωσε παντρεύτηκε την Χ'' Λωξάνδρα. Έκαμε παιδιά τούς Χριστόδουλο Σιαμμά, τον Χαράλαμπο Σιαμμά, τον Τσιυπρή και την Δεσποινού Κυρηνέα.
Ο Χριστόδουλος Σιαμμάς κληρονόμησε από τον πατέρα του σχεδόν όλη την δυτική περιοχή της Χλώρακας. Ανάμεσα στην περιουσία ήταν και η καυκάλλα που μέσα κτίστηκε το εκκλησάκι του Αρχάγγελου Μιχαήλ, μια μεγαλη άγονη πετρώδη γη όπου εκεί έβοσκε τα πρόβατα του κοπαδιού του. Λέγεται ότι το έκτισε ο ίδιος, αλλά δεν είναι επιβεβαιωμένο. Την περισσότερη γόνιμη περιουσία την έδωσε προίκα στις κόρες του, έκαμε όπως συνηθιζόταν παλιά, δηλαδή προίκισε τις κόρες περισσότερο από τους αρσενικούς απογόνους.
Την άγονη καυκάλλα με το παρεκκλήσι την κληροδότησε στον γιο του Λεωνίδα Σιαμμά και αυτός στον γιό του Γιώρκο Λεωνίδα Σιαμμά, άλλως Γιωρκούϊν ο οποίος συνέχισε το επάγγελμα του πατέρα του. Έξω από το ξωκλήσι τα καλοκαίρια έστηνε μάντρα για να χωρίζει τα ερίφια από τα πρόβατα. Είχε τον Άγιο Αρχάγγελο για Άγιο του, και πίστευε πολύ σε αυτόν. Όταν μια φορά πίστεψε ότι συνέβη ένα θαύμα που έσωσε τη ζωή του γιου του και του ίδιου, δώρισε το οικόπεδο με την εκκλησία στην κοινότητα της Χλώρακας, ώστε να μπορούν όλοι οι κάτοικοι να προσκυνούν και να ανάβουν το καντήλι στον θαυματουργό Άγιο:
Τον Μάρτη και τον Απρίλλη η θάλασσα ημερεύει και είναι ο καιρός που οι ψαράδες ψαρεύουν αράδα, είναι η καλή εποχή τους. Όταν όμως η θάλασσα πει να αγριέψει, είναι η πιο κακή εποχή τους, είναι που στα καλά καθούμενα και δίχως ο καιρός να δείξει, αναταράσσουν τα νερά στα ξάφνου και στα γρήγορα, είναι οι εποχή που η θάλασσα πνίγει τους καλούς ψαράδες. Πιότερη γαλήνη και ηρεμία δεν ματάχει άλλους καιρούς, αλλά και το αντίθετο, έτσι που οι μεγάλες καιρικές μεταβολές που συμβαίνουν, δίνουν αφορμή στη λαϊκή φαντασία να πλάθει μύθους, θρύλους, παροιμίες και παραδόσεις, που αναφέρονται στα βασικά γνωρίσματά τους.
Μέχρι τα μέσα του Απρίλη θεωρείται επίσης ότι οι ξαφνικοί και ισχυροί άνεμοι προξενούν ναυάγια και μέχρι τότε όσοι εχουν πλεούμενα προσέχουν δυο φορές, ή αποφεύγουν να ταξιδεύουν. Παρόλα αυτά, με τον ερχομό του Μάρτη οι ψαράδες βγαίνουν στη θάλασσα και ρίχνουν τα δίχτυα τους, είναι οι πιο καλές εποχές που πιάνουν ψάρια.
Ο Κώστας Λεωνίδα ο καλός ψαράς του χωριού, αφού με τον πατέρα του τον Γιώργο του Λεωνή όλη μέρα ξεκουράστηκαν, κατά τα μεσάνυχτα ανέβηκαν στη βάρκα τους και ανοίχτηκαν στα βαθειά, προς τη μεριά της δύσης. Έριξαν τα δίχτυα τους, και έγειραν πίσω να ξεκουραστούν, να περάσει η ωρα, νάρτει το ξημέρωμα για να τα ξαναμαζέψουν.
Πήρε να χαράσσει, η θάλασσα ήταν όμορφη και γαληνεμένη, ο καιρός ήταν πεντακάθαρος, τίποτα δεν έδειχνε ότι θα άλλαζε. Ξύπνησαν από το λαγοκοίμισμα τους, πρόσεξαν μια άκρα ησυχία, είχε απανεμιά, τα νερά της θάλασσας ήταν ακίνητα. Έμειναν να κοιτάζουν τον μακρινό ορίζοντα, και μια ανησυχία τους κυρίευσε για την απόλυτη ησυχία του καιρού και της θάλασσας.
Αποφάσισαν να μαζέψουν τα δίχτυα και να επιστρέψουν. Αρχίνισαν το εργο, και αφου τέλειωσαν, με ανακούφιση ετοιμάστηκαν για τον γυρισμό. Από το ακρωτήρι στο Κερατί, ως τον κόλπο των Ποτίμων πήγαιναν καλά, και το φως είχε φέξει αρκετα…
Μα ξάφνου και απότομα, σκοτείνιασε ο ουρανός, και μια αστραπή φώτισε όλο τον βαθύ ορίζοντα. Μια βουή ακούστηκε, η θάλασσα αγρίεψε και είδαν από τα βαθιά του πέλαου να βγαίνει ένας ανεμοστρόβιλος που με ασύλληπτη ταχύτητα έτρεχε και ερχόταν με πολλη βουή ολόισια πανω τους. Είχε σημάνει το τέλος το κατάλαβε, ένιωσε την δύναμη του ανεμοστρόβιλου να τους αρπάζει και να τους σηκώνει ψηλά στον ουρανό, έκαμε τον σταυρό του, έκλεισε τα μάτια και ήταν έτοιμος να παραδοθεί στο Θεό. Ώσπου απότομα ένιωσε να σταματά η φόρα προς τα πανω, ένιωσε την βάρκα να πέφτει με δύναμη στο κενό, να χτυπά με δύναμη στη θάλασσα, και ύστερα τα δίχτυα με τα ψάρια μέσα να πέφτουν πανω τους και να τους σκουλλίζουν.

Έτσι ξαφνικά που ήρθε το κακό, έτσι ξαφνικά πέρασε και έφυγε, ήταν όλα όπως πριν. Γύρισε και κοίταξε ανήσυχα τον πατέρα του να δει αν είναι καλά, τον είδε πολύ γαληνεμένο και τον άκουσε να ευχαριστεί το Θεό. Ύστερα στράφηκε προς το μέρος του και του είπε να ευχαριστήσει τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που τους έσωσε, και την άλλη μέρα να πάν να του ανάψουν το καντήλι. Του εξήγησε ότι την ωρα που ήρθε ο κίνδυνος, γύρισε κατά την Χλώρακα που είναι του Αρχαγγέλου, και του γύρεψε να τους γλυτώσει. Την ωρα που η άκρη του ανεμοστρόβιλου τους άρπαξε και τους σήκωσε μαζί του, απότομα σταμάτησε τη φορά του, άλλαξε πορεία, έφυγε και σβήστηκε στον ουρανό. Ο Μιχαήλ Αρχάγγελος είχε κάμει το θαύμα του.

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΓΑΡΙΝΗΣ

Όπως σε κάθε τόπο έτσι και στη Χλώρακα οι άνθρωποι ήταν προληπτικοί, πίστευαν σε διάφορες δοξασίες και φοβόντουσαν τις ανεράδες και τα φαντάσματα. Ήταν διαδώσεις που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα δημιουργώντας μύθους και ιστορίες. Ήταν εν σχεση με τις  Ανεραδες, τις λεγόμενες Νεράιδες, ή άλλως τις καλές κυράδες. Τις λέγανε παλιά Νηρηίδες, ύστερα νεράιδες, σήμερα Ανεράδες. Είναι συνήθως γυναίκες λεπτές, ψηλές, με μακριά ξανθά μαλλιά, ή ακόμα με πράσινα μάτια. Συχνάζουν σε διάφορα μέρη, αλλά περισσότερο τις βρίσκει κανείς μέσα στις θάλασσες και στις λίμνες.
Σ αυτό το διήγημα θα γράψω για μια Ανεράδα που έλεγαν ότι έζησε στον Καπυρό, μια περιοχή της Χλώρακας όπου τα παλιά χρόνια υπήρχε ένα λαγούμι από το οποίο ανέβλυζε αστείρευτο νερό. Είναι μια όμορφη ιστορία που την έλεγαν σαν παραμύθι οι παλιοί στα παιδιά τους για νανούρισμα.
Ήταν μια κόρη ψηλή και όμορφη, πλούσια και από μεγάλο σόι. Κατοικούσε σε ένα μεγάλο σπίτι και ο κύρης της της είχε δούλες να την περιποιούνται, και δούλους να την υπηρετούν. Την είχαν καμάρι οι γονιοί της, αλλά από την πολλή τους αγάπη, δεν της χαλούσαν χατίρι, τόσο ώστε αυτή εγινε μια ξιπασμένη κόρη που δεν καταδεχόταν τους ταπεινούς χωρικούς του χωριού της.
Είχε παρασυρθεί από την αλαζονεία της, συμπεριφερόταν υποτιμητικά σε όλους, τόσο  ώστε όλοι οι κάτοικοι  δεν την αγαπούσαν, την κατηγορούσαν, ίσως και να την μισούσαν. Το σπίτι της περιβαλλόταν από αμέτρητες σκάλες γης, στην δυτική μεριά είχε μια καταπράσινη μικρη όαση με ένα μικρό ρυάκι να τρέχει ολημερίς κι ολοχρονίς, χωρίς να στερεύει. Ανέβλυζε από κάτι βράχια, σχημάτιζε ένα μικρούτσικο καταρράκτη, και έπεφτε χάμω στη γη, σχηματίζοντας μια μεγαλη λίμνη, και ύστερα από κει έτρεχε και έφευγε κατά τη θάλασσα. Άρεσε πολύ στην κόρη αυτή η λίμνη, έτσι σχεδόν καθημερινά, πήγαινε εκεί με μια μικρη της δούλα για παρέα.
Η μικρη δούλα ήταν δυστυχισμένη γιατί η αφέντρα της την είχε σε βάσανα μεγάλα. Της θύμωνε και την έδερνε χωρίς λόγο, την τιμωρούσε αφήνοντας την νηστική, την είχε σαν παιχνίδι για να κάνει τα καπρίτσια της, έτσι νόμιζε και  πίστευε η ίδια. Δεν είχε που να παραπονεθεί, ανεχόταν όλα τα βάσανα, δεν τα άντεχε όμως, έτσι καθημερινά, από μέσα της καταριόταν την κακιά αφέντρα, και παρακαλούσε τις Ανεραδες να βγουν από τη λίμνη και να την πάρουν μαζί τους κάτω στον βυθό και να την πνίξουν.
Είχε ακούσει ιστορίες ότι ύστερα από τα μεσάνυχτα, κάποτε, έβγαιναν οι Ανεραδες από τη λίμνη και χόρευαν, κι αν υπήρχαν νιές κοπέλες εκεί, τις παράσερναν στο χορό, κι όταν κουράζονταν, έπεφταν στη λίμνη να ξεκουραστούν, παίρνοντας μαζί τους και αυτές.
Ήταν μια μέρα λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα, ξύπνησε η δούλα από φωνες μέσα στο αρχοντικό που φωναζαν ανήσυχα και φοβισμένα. Ήταν οι αφέντες και οι άλλοι δούλοι, που ξεσηκώθηκαν και έψαχναν γιατί χάθηκε η κόρη του σπιτιού, είχε παει με το φεγγαρόφωτο στη λίμνη να σεργιανίσει, πέρασε η ωρα και δεν είχε γυρίσει. Για ώρες και για ημέρες έψαχναν όλοι στο χωριό να βρουν την κόρη, ο κύρης έταξε μεγαλη αμοιβή, αλλά αυτή δεν ανεβρέθει.
Και πέρασε ο καιρός, το αρχοντικό ντύθηκε στα μαύρα, κανείς δεν ξαναγέλασε, υπήρχε μια σιωπή σαν νεκρική σιγή, κανείς δεν μιλούσε στον άλλο, όλα ήταν μουντά και άραχνα.
Η μικρη δούλα ήταν σίγουρη ότι άκουσαν τις κατάρες της οι Ανεράδες και την πήραν μαζί τους. Στην αρχή χάρηκε, μα ύστερα όσο περνούσαν οι μέρες ένιωσε να της λείπει, το σπίτι ήταν άδειο και πεθαμένο χωρίς αυτήν, δεν υπήρχε χαρά, παρά μόνο λύπη. Κατάλαβε ότι δεν την μισούσε, παρά την αγαπούσε, και ίσως όταν της θύμωνε ή την έδερνε, να είχε δίκαιο. Ένιωσε τύψεις να την κυριαρχούν, μαράζωσε, την σκεφτόταν συνέχεια, δεν άντεχε άλλο, και ήταν ακόμα χειρότερα σαν έβλεπε τη μεγάλη θλίψη των νοικοκυραίων αφεντικών της.
Καποια μέρα δεν άντεξε, ήταν μεσάνυχτα με το φεγγάρι ολόγιομο, πήρε τη στράτα για τη λίμνη. Ήταν σίγουρη ότι θα έβγαιναν οι Ανεραδες, αυτή θα τις παρακαλούσε να φέρουν την κόρη πίσω. Σαν κόντεψε άκουσε γέλια και τραγούδια, ήταν οι Ανεραδες που χόρευαν. Πήγε κοντά τους και είδε την κυρά τους ανάμεσα τους, χαρούμενη να χορεύει και να τραγουδεί. Την πλησίασε και με κλάματα της εξήγησε για τον μεγάλο πόνο των γονιών της, των χωριανών της, και αυτηνής της ίδιας ακόμα. Την παρακάλεσε να επιστρέψει, αλλά η κόρη δεν ήθελε, περνούσε τόσο καλά μέσα στα νερά της λίμνης, ήταν καλύτερα μέσα παρά έξω.
Όμως ήταν τόσο μεγαλη η επιμονή και τόσο μεγάλος ο σπαραγμός της δούλας, που μια Ανεράδα όμοια με την Παναγία, την πλησίασε και της μίλησε. Ήταν φανερό πως ήταν η μεγάλη απ όλες Ανεράδα, άνοιξε το στόμα της και της είπε να πάρει την κόρη μαζί της, να την πάρει στους γονιούς της και στους χωριανούς της.

Έτσι εγίνηκε, πήγαν πίσω στο χωριό, η χαρά ήρθε πάλι στο αρχοντικό, και έστρωσε ο κύρης της τραπέζια με πολλά φαγητά για όλους τους χωριανούς, έκανε γλέντι τρικούβερτο για την επιστροφή της κόρης που κράτησε οκτώ ήμερες, και που δεν ματάγινε άλλη φορά σε ολόκληρη την Κύπρο, σε όλο τον αιώνα κατά πως λένε. Η κόρη από τότες άλλαξε, εγινε καλή και προσιτή σε όλο τον κοσμο, μιλούσε σε όλους ευγενικά, ήταν καλόκαρδη και τους βοηθούσε όλους. Είπαν κάποιοι που ήξεραν ότι εκεί που πήγε είδε και έμαθε πολλά, ώστε άγινε σοφή και φιλόσοφη όπως ένας παντογνώστης. Είδε τον κοσμο από άλλη όψη, άλλαξε το χαρακτήρας της και έβαλε σκοπό να αλλάξει με τη σειρά της όλα τα κακά πανω στη γη. Την έλεγαν Μαργαρινή, έζησε πολλά χρόνια ισα με χίλια, γέρασε, και μόνη έννοια είχε να βοηθεί τον κοσμο. Ήταν μια ευγενική μορφή που ύστερα από την περιπέτεια της Άγιασε, εγινε πάνσεπτη, και όλοι την σέβονταν και της φιλούσαν το χέρι. 

ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ

Πάντα ο Άγιος Εφραιμ βοηθά, πολλοι το γνωρίζουν, έχει ένα εκκλησάκι στη Χλώρακα και πολλοι πιστοί πηγαίνουν να προσευχηθούν και πολλοι πιστοί μιλούν για τη μεγάλη του χάρη. 

"Δυστυχώς οι εξετάσεις έδειξαν αυτό που φοβόμασταν, ο καρκίνος έχει κάνει μετάσταση, η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, θα κάνουμε όμως ότι μπορούμε. Αλλά σ αυτές τις περιπτώσεις η επιστήμη δεν κάνει θαύματα, μόνο ο Θεός μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα.
Πρόκειται περί καρκίνου σε προχωρημένο στάδιο, χρήζει άμεσης επέμβασης. Τα πραγματα δεν είναι καλά, αλλά θα κάνουμε ότι μπορούμε".
Από την ωρα που το έμαθα κλείστηκα στο δωμάτιό μου και κοιτώντας την εικόνα του Αγίου στη κορνίζα  πάνω στον τοίχο, με κλάμα και παράπονο άρχισα να προσεύχομαι και να του ζητώ να με γλυτώσει.
Στην αμέτρητη ωρα που πέρασε, εκεί που απόκαμα και ήμουν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μου φάνηκε ότι ήμουν στο εκκλησάκι του Άγιου Εφραίμ, ήταν έξω σκοτάδι πυκνό, αλλά μέσα έλαμπε όλη η εκκλησιά από φως που έβγαινε από το ιερό, ένα φως χαρούμενο κίτρινο σαν το χρυσάφι και είχε σχήμα και έμοιαζε με ανθρώπινη φωτινή φιγούρα. Το πρόσωπο του μόλις ξεχώριζε, μου φάνηκε ίδιο με την εικόνα στο εικονοστάσι, μου φάνηκε ήταν ο Άγιος Εφραίμ. Αμέσως μια γαλήνη πλημμύρισε την ψυχή μου, ηρεμία κυρίευσε το νου μου, και δεν στενοχωριόμουν για την αγιάτρευτη αρρώστια μου, ήμουν σίγουρος ότι θα γινόμουν καλά. 
Την άλλη μέρα πρωί, πήγα να προσκυνήσω τον Άγιο στο μικρό ξωκλήσι, και είδα κόσμο μέσα και έξω να λειτουργείται. Αμέσως κατάλαβα ότι μου φανερώθηκε την ημέρα που γιόρταζε, ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν όνειρο αλλά πραγματικότης η εμφάνιση του σε μένα, ήμουν σίγουρος ότι θα με έκανε καλά.
Από εκείνη την ωρα ένιωσα μέσα μου πνευματική ανάσταση, σκέφτηκα ότι είμαστε όλοι τόσο μικροί στη μεγαλοσύνη του σύμπαντος, απειροελάχιστη αναλαμπή μικρού σπινθήρα φωτός και προσωρινοί με διάρκειας ζωής ασήμαντης απέναντι στην αιωνιότητα. Κάθε πρωί με τη δροσιά πριν ο ήλιος ανατείλει, επισκεπτόμουν το εκκλησάκι και νοερά μέσα σε κατάνυξη και προσευχή ένιωθα ότι συνομιλούσα με τον Άγιο. Ένιωθα απέραντη γαλήνη, δεν φοβόμουν το θάνατο ούτε αν θα μαρτυρούσα πριν επέλθει, ένιωθα καλά στη ψυχή, στο μυαλό και στη σκέψη.
Οσο οι μέρες περνούσαν, οι άλλοι άνθρωποι έμεναν παραξενεμένοι με τη συμπεριφορά μου, οι γιατροί το ίδιο, αντί να δίνουν αυτοί κουράγιο σε μένα, έδινα εγώ σε αυτούς. Ήταν τόση η σιγουριά μου ότι ήμουν κοντά στο Θεό, που χωρίς να ξέρω αν θα ζήσω ή πεθάνω, χωρίς να στενοχωριέμαι αν θα τέλειωνε η ζωή μου, ήμουν απόλυτα γαληνεμένος και δυνατός έτοιμος να αντιμετωπίσω την αρρώστια μου, ήμουν απόλυτα αισιόδοξος.

Ο καιρός πέρασε. Έκανα χημειοθεραπείες, εγχείρηση και ξανά χημειοθεραπείες, ώσπου ύστερα από πάρα πολύ καιρό νιώθω απόλυτα υγιής, η αρρώστια νικήθηκε και έφυγε, εγώ όμως συνεχίζω να πηγαίνω κάθε εβδομάδα στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Εφραίμ και να ανάβω ένα κερί, και ύστερα να κάθομαι στο σκάμνο και να κάνω περισυλλογή. Σκέφτομαι ότι όλες οι συνομιλίες μου και οι επαφές που είχα με τον Άγιο ίσως να ήταν στη σκέψη μου και στη φαντασία μου, δεν είχε όμως σημασία. Το σίγουρο ήταν ότι συνέβηκε μέσα στο μυαλό μου ένα θαύμα, ίσως από τον φόβο της αρρώστιας να αντέδρασε και να με έκαμε να πιστέψω στην ανωτερότητα του θεού, σημασία είχε ότι αυτή η πίστη που ένιωσα με γαλήνεψε, με ηρέμισε, με έκαμε να αισθάνομαι διαφορετικά, να αισθάνομαι απέραντη πίστη στο Θεό και ατέλειωτη δύναμη στη ψυχή, μια απέραντη πίστη που με γιάτρεψε.

Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΙΑΙ ΤΣΙΥΡΑ

Αγιά Μαρίνα τσιαι τσιυρά που ποτσιοιμίζεις τα μωρά
ποτσιοίμιστο μωρούϊ μου τσιαι το μιτσικουρούϊ μου
επαρτο πέρα γύριστο τσιαι πάλε στράφου φέρμου το
τσιαι πάλε στράφου φέρμου το, γιατί εν μωρό τσιαι θέλω το
έπαρτο πέρα των περών, τσιει πόσιει καθαρό νερό
να πλύνει τα ρουχούθκια του τσιαι τα πουκαμισούθκια του
να κάμει νάννι, νάννι του τσιαι έσιει δουλειές η μάνα του
τσιαι έσιει δουλειές η μάνα του, να κάμει νάννι, νάννι του
να κάμει νάννι, νάννι του, να κάμει νάννι, νάννι του

Εκεί που τελειώνει η Χλώρακα και αρχίζει η Λέμπα το Τούρκικο ακατοίκητο χωριό από Τούρκους τώρα, πριν πολλά χρόνια η στετέ μου η Δεσποινού μου έλεγε ιστορίες για πλούτη αμύθητα και θησαυρούς αμέτρητους που είναι ακόμα σκεπασμένοι μέσα στη γη και κανένας δεν μπορεί να τους βρει. Είναι μέσα σε μια σπηλιά –η σπηλιά της Αγίας Μαρίνας, έτσι λέγεται-, που είναι θαμμένη μέσα στη γη καλά κρυμμένη, και θα βρεθεί μόνο με το θέλημα του Θεού, όταν η ίδια η Αγία το θελήσει, γιατί έχει ταγμένο τον θησαυρο να χρησιμοποιηθεί για χρόνια και καιρούς όταν θα έρθει η ώρα και όταν χρειαστεί.
Εκεί περιπου που είναι σήμερα κτισμένο το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας ζούσε κάποτε ένας άρχοντας Σαρακηνός με την οικογένειά του και τους εργάτες του, που λέγεται ήταν πολύ πλούσιος, καλός και φιλόξενος.  Το τσιφλίκι του είχε σύνορα τα υψώματα της Λέμπας και όλη την ακτή της θάλασσας από τον Κοτσιά ως την Αλική. Τα κυρίως κτίρια ήταν κτισμένα πανω στα υψώματα και αγνάντευαν όλη τη θάλασσα, είχε ακόμα ξενώνες και μεγάλο μαγειρείο δίπλα στη παραθαλάσσια στράτα που οδηγούσε στην παλιά Πάφο, και εκεί φιλοξενούσε όλους τους περαστικούς. Ήταν πολλή η καλοσύνη του, αγαπούσε όλο τον κοσμο, ήταν Χριστιανός. Ασπάστηκε την Χριστιανοσύνη γιατί όταν γέννησε το μαναδικό του παιδί, αυτό έκλαιγε μέρα νύχτα χωρίς σταμάτημα για μέρες και μήνες. Μη ξέροντας τι να κάμει πήγε σε μάγους και Μουφτήδες, πήγε και σε παπάδες. Μια φορά, μια καλή γριά καλογριά, τον επεσκέφτει και του είπε ότι θα τον βοηθήσει. Έμεινε στο σπίτι του, και μαζί με την κυρά του την χανούμισσα κάθονταν με τις ώρες σιμά στην κούνια του μωρού και το νανούριζαν με το τραγούδι της Αγίας Μαρίνας. Το μωρό άκουε το τραγούδι, σταματούσε να κλαίει και αποκοιμιόταν. Πέρασε καιρός, η Καλόγρια είπε να φύγει. Ο άρχοντας την παρακάλεσε να μείνει μαζί τους, και της έταξε μια εκκλησιά να λειτουργείται. Για να την πείσει τελειωτικά, της έταξε ακόμα ότι αυτός και η οικογένεια του θα γίνονταν Χριστιανοί, έτσι και εγίνηκε.
Τα χρόνια πέρασαν, το εκκλησάκι εγινε ξακουστό και πλήθη πιστών έφταναν από όλη την Πάφο για να προσκυνήσουν.
Από εκείνο τον καιρό και ύστερα, όλα πήγαιναν δεξιά για τον πλούσιο Τσιφλικά, τα πλούτη μαζεύονταν και δεν χωρούσαν οι τόποι να τα βάλει, σκέφτηκε και έσκαψε μέσα στη γη κάτω από την εκκλησιά της Αγίας Μαρίνας μια μεγαλη σπηλιά, όλα του τα πλούτη τα έβαζε μέσα σ αυτήν. Ήταν φύλακας και θησαυροφύλακας η καλή Καλογριά, που είχε επίσης άλλα καθήκοντα την φροντίδα και την μόρφωση του μονογενή του άρχοντα, είχε γίνει πιστό μέλος της οικογένειας.
Τα χρόνια πέρασαν, ο άρχοντας πέθανε, ο μονογιός μεγάλωσε, πέρασε κι άλλος καιρός, πέθανε και αυτός. Να μην τα πολύ ιστορώ, έζησαν τρεις γενιές απόγονοι και βάλε, η Καλογριά ζούσε μαζί τους, φύλαγε τα υπάρχοντα τους μέσα στη σπηλιά που είχε ξεχαστεί απ όλους. Μια φορά ένα γιος από τους απογόνους αρρώστησε βαριά, και ο πατέρας του είδε στον ύπνο του την Αγία να τον προστάζει να σφραγίσει την σπηλιά που ήταν γεμάτη χρυσάφι και να την αφήσει τάμα σε αυτήν παντοτινά, έτσι και έκαμε. Το παιδί εγινε καλά. Από τότε η πίστη όλης της οικογένειας μεγάλωσε ακόμα παραπάνω, και έβαλαν ένα χρυσό καντήλι να καίει ολη μέρα και όλη νύχτα μπροστά στην εικόνα της μεγαλομάρτυρας Αγίας. Η εικόνα ήταν θαυματουργή και προφύλασσε την οικογένεια με τα θαύματα της. Μια φορά ένας περαστικός από το τσιφλίκι που πρώτα έτυχε της φιλοξενίας των οικοδεσποτών, και αφου αυτοί του έδωσαν να φάει και τον περιποιήθηκαν και του έστρωσαν κρεβάτι να κοιμηθεί, αυτός σηκώθηκε τα μεσάνυχτα, μπήκε στο εκκλησάκι και έκλεψε το χρυσό καντήλι. Ξεκίνησε και έφυγε, όλο το βράδυ ταξίδευε, αλλά το πρωί βρέθηκε πάλι στο ίδιο μέρος γιατί η Αγία Μαρίνα δεν τον άφησε να φύγει με το χρυσό καντήλι που έκλεψε.
Η ιστορία αυτή είναι πολύ παλιά, πριν το 1300 μ.Χ., αφου η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και το μεγάλο τσιφλίκι χάθηκαν από προσώπου γης ύστερα από τον μεγάλο σεισμό και το φοβερό τσουνάμι που συνέβηκε το 1347. Ήταν τον αιώνα, που ο μαύρος θάνατος, έτσι ονόμασαν οι άνθρωποι την  πανούκλα η οποία ακλουθώντας μια θανατερή πορεία από την Κίνα στην Ασία και ακολούθως στην Ευρώπη, έφτασε και στην Κύπρο η οποία επλήγει με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Μόλις η επιδημία εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 1347, ακόμα ένα κακό ήρθε να συμπληρώσει τη καταστροφή. Ένας ιδιαίτερα δυνατός σεισμός κατέστρεψε τα πάντα. Το σεισμό ακολούθησε ένα παλιρροιακό κύμα που σάρωσε μεγάλες περιοχές του νησιού, και κατέστρεψε ολοσχερώς όλες τις φυτείες και τα κτίρια που υπήρχαν στα παράλια. Το μεγάλο κύμα έφτασε μέχρι τα υψώματα, και υποχωρώντας δεν άφησε τίποτα, τα σάρωσε όλα από προσώπου γής. Από τότε έμεινε μονο η διήγηση από στόμα σε στόμα για το μεγάλο σπήλαιο που είναι γεμάτο χρυσάφι, και ευρίσκεται μέσα στη γη. Λέγεται ότι όποιος το βρει και το αντικρύσει πρώτος, θα μείνει στον τόπο, θα πεθάνει στη στιγμή. Λέγεται ακόμη ότι το σπήλαιο βρέθηκε από τον Χαράλαμπο Λεωνίδα Χριστοδούλου άλλως Μαύρο, και ήταν γεμάτο περίκαλλα βάζα ανεκτίμητες αρχαιότητες, που μη ξέροντας την μεγαλη τους αξία τα έσπασε ελπίζοντας κατά πως έλεγε η παράδωση, να βρει μέσα τους τον κρυμμένο θησαυρό...


Η ιστορία αυτή γράφτηκε ξημερώματα Δευτέρας 7 του Φεβράρη 2011.

ΤΟ ΞΩΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

Το μήνα Ιούνιο του 2011 περατώθηκε το κτίσιμο της ωραιότατης εκκλησίας του  Αγίου Στεφάνου σε αντικατάσταση της παλαιάς που ήταν μικρός και πρόχειρος ναός και ήταν αφιερωμένος στον Πρωτομάρτυρα  σε ένδειξη παραλιρισμού της μαρτυρίας του δια λιθοβολισμού, που πανόμοια δεινά και μαρτύρια υπέφεραν οι Έλληνες Χριστιανοί από τους Τούρκους τον 18ο αιώνα.
Εκτός από ένα μικρό παρεκκλήσιο που ευρίσκεται στη περιοχή Πάχνας, η Ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στη Λέμπα που είναι αφιερωμένη στον Πρωτομάρτυρα, είναι  η μοναδική στην Κύπρο.
Η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου λαμπρός ναός, πέρα από την λατρευτική του σημερινή λειτουργία  που ξανακτίστηκε μεγαλύτερη κατά το δυνατόν ώστε να χωρεί περισσότερους πιστούς, έχει να επιδείξει μια ενδιαφέρουσα ιστορία από την κατασκευή του ως πρόχειρου υποστέγου μέχρι την σημερινή μορφή την μεγαλόπρεπη και πανθαύμαστη.
Μεταξύ 1850 και 1880, ο μεγάλος τσιφλικάς της περιοχής Σάββας  Νικολαϊδης είχε μεγαλη περιουσία στην περιοχή της Λέμπας και μέσα σ αυτήν υπήρχε ένα υπόστεγο που το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη. Αυτόν το χώρο διάφοροι περαστικοί και ντόπιοι πιστοί το χρησιμοποιούσαν ως λατρευτικό χώρο για να τιμούν τον Άγιο Στέφανο, οπότε αυτός σε μια κρίση πίστεως το έκτισε και το μετέτρεψε σε πρόχειρο εκκλησάκι και το δώρισε στην εκκλησία και στους πιστούς.
Με την πάροδο των χρόνων, ύστερα από την εγκατάλειψη του χωριού από τους Τούρκους και την εγκατάσταση σ αυτό Χριστιανών Ελλήνων, το εκκλησάκι λειτούργησε πλήρως ως εκκλησία των πιστών. Στους σημερινούς καιρούς που ο κόσμος στράφηκε ξανά προς τη θρησκεία θέλοντας ίσως αποκούμπι στους δύσκολους οικονομικούς και πολιτικούς καιρούς που διερχόμεθα, δεν χωρούσε το μικρό εκκλησάκι όλους τους πιστούς, οπότε μερικοί προοδευτικοί άνθρωποι κάτοικοι της Λέμπας πρόσφυγες που έτυχε να είναι επίτροποι τους καιρούς που χρειάστηκε να μεγαλώσει η εκκλησία, δεν δίστασαν να προβούν στο μεγάλο εγχείρημα, να ξανακτίσουν εκ βάθρων, και να θεμελιώσουν την μεγαλύτερη σε μέγεθος εκκλησία στην σημερινή της μορφή. Πρόκειται για τους Παπαχαράλαμπο Παπαντωνίου (Παπάχαμπης) από τη Χλώρακα, Ανδρέα Λ. Καμπανέλα, Λοϊζο Λοϊζου, Μωϋση Σεραφείμ αμφότεροι από το Πατρίκι Αμμοχώστου, Νεκτάριο Σιδηρόπουλο από την Ελλάδα και τον Βαρνάβα Α. Βαρνάβα από τα Κάτω Βαρώσια. Με πενιχρά οικονομικά μέσα σε δύσκολους οικονομικούς καιρούς, η σημερινή εκκλησιαστική επιτροπή με τους Παπασταύρο Λεωνίδα, Λοϊζο Λοϊζου, Μωυσή Σεραφείμ, Νίκο και Κούλλα Όψιμου και Νεόφυτο Χαραλάμπους, κατάφεραν να μαζέψουν μεγάλο μέρος από το ποσό των χρημάτων που χρειάστηκε, καθώς και δάνειο  που σύναψαν για την περάτωση ναού του θαυματουργού Αγίου.

Όλη η ιστορία για τον Άγιο Στέφανο της Λέμπας
Δεν ήταν ένας παράνομος ληστής, αλλά χειρότερος. Νευρικός, αιμοβόρος, έλεγαν ήταν τρελός και πολλοί τον φοβούνταν.
Ήταν τοσο μπαμπέσης ψεύτης και πανούργος, που άλλος ληστής δεν τον εμπιστευόταν, ήταν ο λόγος που δεν ειχε φτιάξει συμμορία…
Ήταν μέτριος στο ανάστημα, αλλά στα χαρακτηριστικά του φαινόταν η μεγάλη σκληράδα του. Γεννήθηκε στο χωριό της Λέμπας κατά το 1850 και ήταν στα άλμπουρα της νιότης του την εποχή που οι Μωαμεθανοί Τούρκοι παρέδωσαν την Κύπρο στους Άγγλους. Ισχυριζόταν ότι ο προπάππους του ήταν Καδής και έλεγε πολλές ιστορίες όταν οι πρόγονοι του ήταν αφέντες των Ελλήνων. Χαιρόταν που ήταν κατακτητής και ευχαριστιόταν να καταπιέζει τους αδύνατους και ανυπεράσπιστους Χριστιανούς χωρικούς που σαν υπόδουλοι δεν μπορούσαν να σηκώσουν το ανάστημα τους και να του αντισταθούν.
Υπό την ανοχή των νέων κατακτητών συνέχισε να τους ενοχλεί και  προέβαινε σε κακές ενέργειες εναντίον τους, τους καταπίεζε και τους λήστευε.
Αυτό συνέβαινε για χρόνια ώσπου γέρασε, δεν μπορούσε πλέον να κάμνει τον καμπόσο. Έκατσε στα βραστά του, αλλά όποτε περνούσε έξω από το εκκλησάκι έφτυνε περιφρονητικά. Οι διηγήσεις ανάμεσα των Ελλήνων για την κακία του, ήταν καθημερινές κουβέντες μέσα στα καφενεια. Ήταν ιστορίες που έδειχναν το μεγάλο μίσος που είχε ενάντια στους Χριστιανούς, και πόσο ήταν σκληρή η καρδιά του. Τις διηγιόντουσαν, και ήσαν σίγουροι ότι καποια φορά σε αυτή τη ζωή, ή την άλλη, θα τον εύρισκε τιμωρία από τον Θεό…

Στα τέλη του αιώνα ορισμένοι Έλληνες Χριστιανοί μπόρεσαν και προόδευσαν, απέκτησαν πλούτη και περιουσίες, ένας από αυτους κατοίκησε στα ανατολικά της Λέμπας, είχε εκεί ένα τσιφλίκι και είχε κτισμένο σ αυτό το εξοχικό του καθώς και  αλλά υποστατικά, όπως αποθήκες και διάφορα κτίρια. Ήταν ένα αγρόκτημα που είχε εκταση 140 σκάλες, είχε 300 τερατσιές, αμέτρητες αθασιές και κάμποσες συκαμινιές. Ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Σάββα Νικολαίδη που κατοικούσαν στην πόλη της Πάφου. Ήσαν εύποροι, είχαν πολλά ιδιόκτητα καταστήματα  που  νοίκιαζαν σε άλλους έχοντας με αυτό τον τρόπο μεγάλο εισόδημα. Είχαν επίσης μεγάλο εισόδημα από το αγρόκτημα το οποιον εκμίσθωσαν σε μια φτωχή οικογένεια από την Εμπα, του Σπύρου Χριστόδουλου Φαρφαρά, που είχε σύζυγο την Πολυξένη, και έκαμαν παιδιά τους Γεώργιο Σπύρου Οξεία, τον Χριστόδουλο, την Σοφία (αργότερα Τριανταφίλλη), τον Σάββα Σπύρου, και την Βαρβαρού (αργότερα Χαραλάμπους Μαύρου). Η συμφωνία τους ηταν όλα τα έξοδα και κόπους να τα επιβαρύνεται αυτή η οικογένεια και τα έσοδα να τα μοιράζονται. Υπήρχαν στο αγρόκτημα δυο λάκκοι με ξύλινα αλακάτια, υπήρχε και ένας μεγάλος ανεμόμυλος έτσι  που το νερό ήταν μπόλικο ωστε να ποτίζονται όλα τα χωράφια στο αγρόκτημα .
Σε μια άκρια του τσιφλικιού που περνούσε ο αμαξητός δρόμος, ήταν μια αποθήκη με ξύλινη σκεπή, όπου καμιά φορά σταματούσαν οι περαστικοί να προφυλαχτούν σαν έβρεχε. Ένας διαβάτης κάποτε, είπε ότι είδε στο όραμα του τον Άγιο Στέφανο να του λέει ότι ήθελε την μικρη αποθήκη για εκκλησιά του, αυτό διεδώθη, έτσι αρχίνισαν και πήγαιναν πολλοι προσκυνητές Τούρκοι και Ρωμιοί, να προσευχηθούν και να ανάψουν και κανένα κερί. Κατά το 1900 περίπου, ο Σάββας Νικολαίδης ο ιδιοκτήτης, έκτισε ένα μικρό ιερό και μια αγία τράπεζα στην αποθήκη, κατασκεύασε έτσι το εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου.
Πάντα οι άνθρωποι εχουν την ανάγκη να εχουν ένα στήριγμα και πολύ περισσότερο όταν εχουν δυσκολίες, έτσι βρίσκουν πάντα αποκούμπι στο Θεό. Τες εποχές που οι Κύπριοι ήσαν υπόδουλοι στους Τούρκους και ύστερα των Άγγλων, η ζωή τους ήταν δύσκολη και ανυπόφορη, η καταπίεση μεγαλη, έβρισκαν μονο στήριγμα στο Θεό. Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας Μάρτυρας που μαρτύρησε υπέρ του Θεού με τον χειρότερο θάνατο του λιθοβολισμού, ήταν γι αυτό που οι κάτοικοι της περιοχής της Χλώρακας, της Έμπας, και όλων των άλλων παρακείμενων χωριών, ένιωθαν τη πίστη τους να τους οδηγεί σ αυτόν, είχαν και αυτοί μια μαρτυρική και υστερημένη ζωή ένεκα της υποδούλωσης τους. Έτσι θεωρούσαν το εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου πιο δικό τους παρά άλλες εκκλησιές, ένιωθαν να υπάρχει μια σύνδεση αναμεταξύ τους και του Αγίου. Έλπιζαν σε αυτόν, εύρισκαν παρηγοριά σε αυτόν, ώστε να αντέχουν και να καρτερούν για καλύτερες ημέρες. Έλπιζαν ακόμα ο άπιστος Τούρκος που όποτε περνούσε έξω από το εκκλησάκι έφτυνε περιφρονητικά, να έβρισκε μεγαλη τιμωρία από τον ίδιο τον Άγιο Στέφανο.
Άγνωσται όμως αι βουλαί του Θεού, όταν τα χρόνια πέρασαν, ο άπιστος γέρασε και κανείς πλέον δεν έλπιζε να τιμωρηθεί, η μεγαλη κακία και το απύθμενο μίσος που είχε ενάντια στους Χριστιανούς τον οδήγησαν μια μέρα σε μια αποτρόπαιη πράξη, πήγε μες την εκκλησιά του Αγίου Στεφάνου και με ένα μυτερό μαχαίρι έβγαλε τα μάτια του Αγίου. Κανένας δεν τον είδε, πολλοί σκέφτηκαν ότι ήταν αυτός, αλλά δεν υπήρχαν μαρτυρίες για να τιμωρηθεί. Είναι όμως περιστατικά που συμβαίνουν κάποτε που οδηγούν τους πιστους να πιστεύουν περισσότερο στο Θεό,  είναι τα Θαύματα που γίνονται, κάποτε για επιβράβευση του δίκαιου, κάποτε για τιμωρία του άδικου…
… Ύστερα από λίγες μέρες ο άπιστος χάθηκε από πρόσωπου γης, οι συγγενείς του κατήγγειλαν το γεγονός στην αστυνομία η οποία άρχισε ανακρίσεις μεταξύ των Ελλήνων για να βρουν τους ενόχους για την εξαφάνιση του.
Ύστερα από κάμποσες μέρες βρέθηκε το πτώμα του από Τούρκο βοσκό στον Ακόμα, στην περιοχή που βρίσκεται το χωριό Ινια. Κανείς δεν ήξερε πως ευρέθη εκεί, τον έπιασε η καρδιά του είπαν μερικοί, άφησε την τελευταία του πνοή εκεί. Ήταν ένα κουφάρι πεθαμένου με φρικιαστικό πρόσωπο που φάνταζε ανατριχιαστικό, με δυο μεγάλες μαύρες τρύπες αντί για μάτια. Δεν είχε μάτια, τα είχαν φάει τα μυρμήγκια και οι σφήκες, ήταν σίγουρο ότι τον σημάδεψε ο Άγιος Στέφανος.

Υ.Γ. Πέρασαν κάμποσα χρόνια, το 1963 ήταν η χρονιά που αρχίνισαν οι φασαρίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου, που είχαν τελική κατάληξη την κατάληψη της μισής μας πατρίδας από τους Τούρκους. Ήταν φασαρίες που τις δημιουργούσαν οι Τουρκοκύπριοι επί σκοπού θέλοντας να δημιουργήσουν αντιπαραθέσεις αναμεταξύ των δυο λαών, ώστε να έχει δικαιολογία η Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο. Δίπλα στον Άγιο Στέφανο ήταν κτισμένη μια παράγκα που κατοικούσε μια οικογένεια Τούρκων με τρία αρσενικά παιδιά. Συνήθιζαν τα Τουρκάκια αυτά πολύ συχνά να μπαίνουν στο μικρό εκκλησάκι και να κάνουν ασχημίες. Μια τέτοια φορά, αφου λέρωσαν την εκκλησία, ο ένας τους με το σουγιά του έγδαρε το μάτι του Αγίου. Εκείνη την ωρα μπήκαν από την πόρτα Έλληνες προσκυνητές και τους είδαν επ αυτοφώρω, αυτοί φοβήθηκαν και έτρεξαν έξω. Υπήρχε ένας πετρότοιχος που χώριζε την αυλή του Αγίου και τον αμαξητό δρόμο που ήταν στην νια μεριά του ξωκλησιού. Πετάχτηκαν τα Τουρκιά τον τοίχο, εκείνη την στιγμή περνούσε αυτοκίνητο, πάτησε τον έναν και τον άφησε νεκρό στον τόπο. Στες τέσσερις πέντε μέρες το άλλο Τουρκάκι βρέθηκε πυροβολημένος και πεθαμένος σε ένα χωράφι πιο πανω από το εκκλησάκι προς τη μεριά της Έμπας. Ύστερα από άλλες τόσες περίπου μέρες, το τρίτο Τουρκί, ένα πρωινό πήγε για μπάνιο στη θάλασσα σ ένα μέρος κάτω της Λέμπας, στην περιοχή Κοτσιάς. Ήρθε το Βράδυ, νύχτωσε καλά, δεν φάνηκε να γυρίζει πίσω. Ανήσυχοι οι γονιοί του, άρχισαν να τον ψάχνουν, ειδοποιήθηκε η αστυνομία, όλοι οι Τούρκοι κάτοικοι της Λέμπας και όλοι οι Χριστιανοί από την Χλώρακα, βγήκαν σε αναζήτηση του. Ύστερα από λίγες μέρες βρέθηκε το πτώμα του ξεβρασμένο στην θάλασσα του Ακάμα, ήταν πνιγμένος, και χωρίς το ένα του μάτι. Του το είχαν φάει οι φτίρες της θάλασσας και τα κοράκια. Ήταν το Τουρκάκι που είχε γδάρει το μάτι του Αγίου Στεφάνου.

Ένας πατέρας διηγείται
Ήταν αργά βράδυ 26 Δεκεμβρίου 1998 όταν  η τότε οκτάχρονη κόρη μου καθόταν στον καναπέ και μου είπε «Παπά νομίζω ότι κατάπια  5 cent» . Αμέσως εμείς πήραμε την παιδίατρο μας  και μας είπε «Μην φοβάστε το μωρό μέχρι αύριο το πρωί  θα τα αποβάλει». Μετά πήγαμε για ύπνο αλλά χωρίς βέβαια να κοιμηθούμε από την ανησυχία μας και το πρωί  στις  27 Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή, ξεκινήσαμε από Λευκωσία για την Λάρνακα για να επισκεφτούμε  φίλο μας γιατρό  τον οποίο ενημερώσαμε για το πρόβλημα και ήθελε να την δει προσωπικά. Μέχρι να φτάσουμε στην λάρνακα ο γιατρός διευθέτησε  ραντεβού με ακτινολόγο  για  ακτινογραφίες. Οι ακτινογραφίες έδειξαν ότι το κέρμα βρισκόταν σε τρομερά επικίνδυνο σημείο  και μπορούσε να προκαλέσει απόφραξη. Αμέσως  άρχισε ο γιατρός  τα τηλεφωνήματα για να βρεθεί κατάλληλος γιατρός  γαστρεντερολόγος, πράγμα δύσκολο λόγο εορτών και αργιών.
Μετά από αρκετές προσπάθειες βρέθηκε γιατρός σε ιδιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας. Στο νοσοκομείο ο γιατρός μας εξήγησε ότι  θα κατέβαζε από το στόμα ιδικό σύρμα με δίκτυ με το οποίο θα έβγαζε  το κέρμα τραβώντας το  προς τα έξω. Μας ενημέρωσε ότι η διαδικασία αυτή κρατά απο 20 λεπτά μέχρι  το αργότερο μισή ώρα. ’Έτσι, περιμέναμε έξω από το χειρουργείο με αγωνία. Τα λεπτά περνούσαν, ξεπεράσαμε την μισή ώρα. Τα 45 λεπτά, την 1 ώρα, και η ανησυχία και η αγωνία μας ολοένα  και μεγάλωνε. Στην 1 ώρα και 10 λεπτά βγαίνει μια νοσοκόμα από το χειρουργείο κάνοντας το σταυρό της. Αμέσως πήγα προς το μέρος της και μου είπε ότι το κέρμα γλιστρά και δεν τραβιέται και ότι θα δοκιμάσει ακόμα μια φορά και αν δεν βγει θα προχωρήσουμε με μεγαλη εγχείρηση στο θώρακα για να βγει χειρουργικώς. Μου είπε σήμερα είναι του Αγίου Στεφάνου και βαλε και εσύ το σταυρό σου και παρακάλεσε τον Άγιο να βοηθήσει το γιατρό να το βγάλει χωρίς  να χρειαστεί εγχείρηση.  Έβαλα το σταυρό μου, παρακάλεσα το Άγιο και αμέσως μετά άκουσα το γιατρό να φωνάζει ότι το έβγαλε.  Τότε όλοι μας στην οικογένεια βάλαμε το σταυρό μας και ευχαριστήσαμε το Άγιο Στέφανο που βοήθησε το γιατρό και το μωρό μας.
Τις επόμενες μέρες ψάχναμε να βρούμε εκκλησία του Αγίου Στεφάνου για να πάμε για προσκύνημα. Μάθαμε ότι η μόνη εκκλησία που υπάρχει στην Κύπρο ήταν στο χωριό Λέμπα της Πάφου  για το οποίο χωριό πρώτη φορά ακούαμε. Είχαμε συμφωνήσει ότι θα πηγαίναμε αμέσως μετά την επιστροφή μου από ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Βιέννη. Στη Βιέννη είχα κλείσει ξενοδοχείο με μονο κριτήριο να είναι κεντρικό.  Έφτασα στη Βιέννη αργά το βράδυ πήγα αμέσως στο ξενοδοχείο για ύπνο και το επόμενο πρωί ανακάλυψα με μεγάλη έκπληξη ότι  το ξενοδοχείο  βρισκόταν λιγότερο  από 100 μέτρα μακριά από μια μεγάλη και επιβλητική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου .
Επιστρέφοντας στην Κύπρο πήγα στην Πάφο για επαγγελματικούς  λόγους  και για να ψάξω να βρω την Λέμπα και την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Στο πρώτο μου επαγγελματικό ραντεβού σε  γνωστό ξενοδοχείο της πόλης ρώτησα τον διευθυντή αν ξέρει που είναι  η Λέμπα και η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Αυτός χαμογέλασε και πήρε τηλέφωνο να φωνάξουν στο γραφείο του τον Πάτερ Χαράλαμπο ο οποίος ήταν ο ιερέας της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου και ο οποίος βρισκόταν εκεί λόγο κάποιας συνεργασίας του με το ξενοδοχείο.
Ήταν η δεύτερη συγκυρία που με οδήγησε χωρίς κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα να βρω εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Από τότε αρχές του 1999 και κάθε χρόνο στην ημέρα του Αγίου βρισκόμαστε στη Λέμπα για να δοξάσουμε τον Άγιο… (Χάρης)

Ένα άλλο θαύμα του Αγίου Στεφάνου της Λέμπας
 Μια οικογένεια από τη Λάρνακα που είχαν ένα μικρό γιο με σοβαρό πρόβλημα υγείας από γεννησιμιού του, δεν μπορούσε να μιλήσει καθαρά αλλά μασσά, μη βρίσκοντας γιατρειά στους γιατρούς, στράφηκαν προς το Θεό και ζήτησαν τη βοήθεια του Αγίου Στεφάνου τον οποίο ονειρεύτηκε τη μορφή του στον ύπνο του ο μικρός ασθενής. Από την περιγραφή με νοήματα, τους έδειξε και κατάλαβαν ότι εννοούσε τον Άγιο Στέφανο, έτσι με μεγαλη πίστη οι γονείς ρώτησαν τους επιτρόπους της εκκλησιαστικής τους ενορίας πού υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Στέφανο. Κάποιος από τους επιτρόπους έτυχε να ξέρει, και τους εξήγησε ότι μονο στην Πάφο υπάρχει.
Ξεκίνησαν για την Πάφο, και φτάνοντας πήραν  τον παραλιακό δρόμο προς στον Κόλπο των Κοραλλίων. Έτυχε και δεν συνάντησαν κάποιον να τους εξηγήσει, ίσως γιατί ήταν αργία, έτσι έτυχε, έτσι αυτοί τριγυρνώντας προσπάθησαν να το βρουν μόνοι τους. Ύστερα από κάμποση ωρα μη μπορώντας να το ανακαλύψουν, αποφάσισαν να επιστρέψουν στη Λάρνακα παίρνοντας ένα άλλο δρόμο. Αφου προχώρησαν, προσπέρασαν το ξωκλήσι χωρίς να το δουν, οπότε ο μικρός βρίσκοντας τη ξαφνικά τη μιλιά του, άρχισε να φωνάζει χαρούμενα και να τους λέει, μπαμπά, μαμά, είδα την εκκλησία, είναι πιο πίσω μας.

Ο πατέρας που οδηγούσε, ξαφνιασμένος και χαρούμενος παρ ολίγο να τρακάρει, πάτησε φρένα, σταμάτησε στη μεση του δρόμου, και κλαίγοντας αγκάλιασε το γιο του, αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί, και έκλαιγαν από χαρά. Αφου συνήρθαν, έβαλαν όπισθεν και στράφηκαν πίσω, βρήκαν το ξωκλήσι και προσκύνησαν εκστασιασμένοι από το μεγάλο θαύμα. Από εκείνον τον καιρό, έγιναν τακτικοί επισκέπτες προσκυνητές του Αγίου της Λέμπας. Το περιστατικό συνέβηκε αρχές της δεκαετίας του 1990. Τώρα το παιδί που γιατρεύτηκε είναι μεγάλος, και αυτός όπως και οι γονείς του, επισκέπτεται την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου σε κάθε γιορτή του Αγίου.